- κοιλωμα
- κοίλωμα-ατος τό впадина, углубление, полость Arst., Polyb., Luc., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κοίλωμα — hollow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοίλωμα — το (AM κοίλωμα, Μ και κοίλωμαν) [κοιλώ] 1. βαθούλωμα, κούφωμα («κοίλωμα βράχου») 2. χαμηλός τόπος, κοιλάδα, λάκκωμα νεοελλ. (εμβρυολ. ζωολ.) κοιλότητα μεταξύ τού πεπτικού αγωγού και τού σωματικού τοιχώματος τού ζώου που σχηματίζεται μεταξύ… … Dictionary of Greek
κοίλωμα — το, ατος βαθούλωμα, κουφάλα: Το ζώο κρύφτηκε στο κοίλωμα του βράχου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άντρον — Κοίλωμα μέσα σε βράχο, σπήλαιο. (Ανατ.) Ονομάζονται έτσι ορισμένες κοιλότητες του ανθρώπινου σώματος. Τα είδη των α. αυτών είναι: Ιγμόρειο ά.: κοιλότητα που βρίσκεται στην άνω γνάθο και είναι γνωστή επίσης και ως γναθιαίον ά. Μαστοειδές ά.:… … Dictionary of Greek
κοιλωμάτων — κοίλωμα hollow neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλώμασι — κοίλωμα hollow neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλώμασιν — κοίλωμα hollow neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλώματα — κοίλωμα hollow neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλώματι — κοίλωμα hollow neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλώματος — κοίλωμα hollow neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόγχη — και κόχη, η (AM κόγχη) 1. το κέλυφος τών μαλακίων υδροβίων και ιδιαίτερα τών διθύρων, κοχύλι, όστρακο («ἰχθύες τε ἐν ἀμφοτέροις ἔνεισι καὶ κόγχαι», Ξεν.) 2. καθετί που μοιάζει με κοχύλι ως προς το σχήμα και ιδιαίτερα κάθε κοίλωμα οστού ή οργάνου… … Dictionary of Greek